- ήλιξ
- ἧλιξ, δωρ. τ. ἇλιξ, και αιολ. τ. ἆλιξ. ό, ἡ (Α)1. αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ο συνομήλικος2. ως ουσ. σύντροφος, εταίρος3. ίσος, όμοιος («ἐν ἅλικι χρόνῳ» — σε ίσο χρόνο, Βακχυλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *σFālıξ. To F διατηρείται στον κρητικό τ. Fαλικιώτης «συνομήλικος». Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *swe- «ιδιαίτερος», από την οποία προέρχονται και οι αντωνυμίες ε, εός και συνδέεται με το αρχ. ελλ. έ-της «συγγενής» και το αρχ. ινδ. sva-ka «συγγενής». Τής καταλήξεως -ς τών αθεμάτων προηγείται ένα καταληκτικό στοιχείο που θυμίζει έντονα το ηλίκος. Αν όντως πρόκειται για το ίδιο καταληκτικό στοιχείο, εφόσον ήλιξ < *σFα-(α)λικ-ς, επομένως και ηλίκος < *ᾱ-(α)λικος και όχι < α-αλ(ι)-ικός (βλ. λ. ηλίκος).ΠΑΡ. ηλικία.ΣΥΝΘ. ενήλιξ, μεσήλιξ, ομήλιξ, συνομήλιξ, υπερήλιξαρχ.βραχυήλιξ, ευήλιξ, εφήλιξ, ισήλιξ, καθήλιξ, νεοήλιξ, ομοήλιξ, παναφήλιξ, παρήλιξ, προήλιξ, συνήλιξ, τανυήλιξ].
Dictionary of Greek. 2013.